- πλίγμα
- -ατος, τὸ, Α [πλίσσομαι]1. άνοιγμα τών ποδιών, η απόσταση ανάμεσα σε ανοιχτά πόδια, δρασκελιά, βήμα2. το διάστημα μεταξύ τών μηρών, η πλιχάς*3. (κατά τον Ησύχ.) παλαιστικό τέχνασμα, (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πεδίκλωμα4. στον πληθ. τὰ πλίγματατα πηδήματα.
Dictionary of Greek. 2013.